- γραπταί
- γραπτόςpaintedfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δοκιμασία — η (AM δοκιμασία) [δοκιμάζω] εξέταση, έλεγχος, έρευνα για έγκριση μσν. νεοελλ. 1. δοκιμή, απόπειρα 2. ταλαιπωρία, βάσανο νεοελλ. 1. φρ. «γραπταί δοκιμασίαι» εξετάσεις για να κριθεί η κατάταξη, προαγωγή, απόλυση μαθητών 2. «ηπατικές δοκιμασίες»… … Dictionary of Greek
Αρβανιτόπουλος, Απόστολος — (1874 – 1942).Φιλόλογος και αρχαιολόγος. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, μετεκπαιδεύτηκε στην Ιταλία, τη Γαλλία, τη Γερμανία και την Αγγλία, και το 1899 έγινε διδάκτορας στο πανεπιστήμιο της Ρώμης. Αρχικά εργάστηκε στη μέση εκπαίδευση, το 1908… … Dictionary of Greek